ΓΛΩΣΣΙΚΟ ΥΛΙΚΟ

ΓΛΩΣΣΙΚΟ ΥΛΙΚΟ
 
α) Προφορικός λόγος
40 απομαγνητοφωνημένες συνομιλίες απλού, καθημερινού προφορικού λόγου ατόμων διαφορετικής ηλικίας και διαφορετικού μορφωτικού επιπέδου. Οι μαγνητοφωνήσεις έγιναν την περίοδο 1982 – 1984 και έχουν μέση διάρκεια 10' η καθεμιά.
 
β) Τηλεόραση
Δελτία ειδήσεων 27/3/87, 30/3/87, 1/4/87, 2/4/87, 8/4/87, 1/2/91, 2/2/91, 7/2/91.
 
γ) Εφημερίδες
Τα Νέα, Το Βήμα Μάρτιος – Απρίλιος 1987
Τα Νέα, Το Βήμα, Ελευθεροτυπία, Η Καθημερινή Σεπτέμβριος 1990 – Απρίλιος 1991.
 
Περιοδικά
Ταχυδρόμος, τεύχ. 42, 18/10/90 τεύχ. 44, 1/11/90.
 
δ) Λογοτεχνικά κείμενα
Βαμβουνάκη Μ., Ο αντίπαλος εραστής, Αθήνα, εκδ. Φιλιππότη, θ' έκδ. 1989.
Ελύτης Ο., Ποιήματα, Εκλογή 1935 – 1977, Αθήνα, εκδ. Άκμων, 1979.
Ζέη Ά., Η αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα, Αθήνα, εκδ. Κέδρος, 1η έκδ. 1987.
Ιωάννου Γ., Κοιτάσματα, Αθήνα, εκδ. Ορέστης, 1981.
Καραπάνου Μ., Ο υπνοβάτης, Αθήνα, εκδ. Ερμής, στ' έκδ. 1988.
Κουμανταρέας Μ., Η κυρία Κούλα, Αθήνα, εκδ. Κέδρος, β' έκδ. 1978.
Ξανθούλης Γ., Ο χάρτινος Σεπτέμβρης της καρδιάς μας, Αθήνα, εκδ. Καστανιώτη, 10η έκδ. 1989.
Ρίτσος Γ., Η Ελένη, Αθήνα, εκδ. Κέδρος, 1972.
Σεφέρης Γ., Ποιήματα, Αθήνα, εκδ. Ίκαρος, 5η έκδ. 1984.
Σκούρτης Γ., Το χειρόγραφο της Ρωξάνης, Αθήνα, εκδ. Καστανιώτη, 5η έκδ. 1990.
Ταχτσής Κ., Το τρίτο στεφάνι, Αθήνα, εκδ. Ερμής, 14η έκδ. 1981.
Τσίρκας Σ., Νουρεντίν Μπόμπα, Αθήνα, εκδ. Κέδρος, β' έκδ. 1977.
Τσίρκας Σ., Τα Διηγήματα, Αθήνα, εκδ. Κέδρος, 4η έκδ. 1980.
 
ε) Επιστημονικά κείμενα
Λιανός Θ. – Μπένος Θ., Μακροοικονομική ανάλυση και δημοσιονομική πολιτική, Αθήνα, εκδ. Gutenberg, β' έκδ. 1979.
Φραγκουδάκη Ά., Κοινωνιολογία της εκπαίδευσης, Αθήνα, εκδ. Παπαζήση, 1985.

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Αραβαντινός, Παναγιώτης — (Πάργα 1811 – Ιωάννινα 1870).Λόγιος. Σπούδασε στην Ακαδημία Γκίλφορντ στην Κέρκυρα, χρημάτισε δάσκαλος στα Ιωάννινα, ασχολήθηκε με το εμπόριο και επιδόθηκε στη μελέτη της ιστορίας, του λαϊκού πολιτισμού και των γλωσσικών ιδιωμάτων της Ηπείρου.… …   Dictionary of Greek

  • παιδική λογοτεχνία — Aκόμα και ο ορισμός υπήρξε, στις αρχές του 20ού αι., το κέντρο οξύτατης πολεμικής. Θεωρητικά, δεν μπορεί να διακρίνει κάποιος με ακρίβεια την παιδική λογοτεχνία από τη λογοτεχνία για ενηλίκους, αν και υπάρχουν βέβαια ορισμένα βιβλία που… …   Dictionary of Greek

  • μέρος — το (ΑM μέρος) 1. τμήμα ενός όλου, τεμάχιο, κομμάτι (α. «γκρεμίστηκε ένα μέρος τού τοίχου» β. «κίνησις γὰρ αὕτη δὴ μεγίστη τοῑς Ἕλλησιν ἐγένετο καὶ μέρει τινὶ τῶν βαρβάρων», Θουκ.) 2. αυτό που αναλογεί στον καθένα, μερίδιο, μέρισμα, μερτικό («πήρε …   Dictionary of Greek

  • Πανάρετος, Μιχαήλ — Βυζαντινός χρονικογράφος. Για τη ζωή του οι ειδήσεις είναι ανεπαρκείς· ήταν πάντως αξιωματούχος (πρωτοσέβαστος και πρωτονοτάριος) στην αυλή των Κομνηνών της Τραπεζούντας μεταξύ των ετών περ. 1350 και 1390. Το χρονικό του επιγράφεται: Περί των της …   Dictionary of Greek

  • Πεσταλότσι, Γιόχαν Χάινριχ — (Pestalozzi, Ζυρίχη 1746 – Μπριγκ Αργκάου 1827). Ελβετός παιδαγωγός Σε ηλικία έξι ετών έμεινε ορφανός από πατέρα, που ήταν λαμπρός χειρουργός, και ανατράφηκε από τη μητέρα του και την παιδαγωγό Μπαμπέλι. Αφού σπούδασε στο Καρολίνειο Κολέγιο της… …   Dictionary of Greek

  • Τριανταφυλλίδης, Μανόλης — (Αθήνα 1883 – 1959). Έλληνας γλωσσολόγος. Μετά την αποφοίτησή του από το πανεπιστήμιο της Αθήνας συνέχισε τις σπουδές του στη Χαϊδελβέργη και στο Μόναχο, όπου το 1909 πήρε το διδακτορικό του δίπλωμα με την εργασία του Οι δάνειες λέξεις της… …   Dictionary of Greek

  • Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… …   Dictionary of Greek

  • αιγυπτιολογία — Η επιστήμη που ασχολείται με τη μελέτη του αρχαίου αιγυπτιακού πολιτισμού. Στις αρχές της Αναγέννησης, οι γνώσεις για τον αιγυπτιακό πολιτισμό προέρχονταν αποκλειστικά σχεδόν από τα έργα των Ελλήνων κλασικών Ηρόδοτου, Διόδωρου Σικελιώτη, Στράβωνα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”